αντιμικροβιακός

αντιμικροβιακός
-ή, -ό
αυτός ο οποίος αναστέλλει την ανάπτυξη των μικροβίων ή τα καταστρέφει (αναφέρεται σε αντιβιοτικά, αντισηπτικά κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antimicrobic, antimicrobial < anti- (< αντι-*) + microbic, microbial (πρβλ. μικροβιακός). Ο ελληνικός όρος αντιμικροβιακός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”